- οδοντοσκόπιο
- τομικρό στρογγυλό κάτοπτρο που χρησιμεύει στην εξέταση τών οργάνων τής στοματικής κοιλότητας και, κυρίως, την ανίχνευση τών χαλασμένων δοντιών.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδούς, ὀδόντος + -σκόπιο (< -σκόπος), πρβλ. στοματο-σκόπιο].
Dictionary of Greek. 2013.